Тематика | Английский | Греческий |
хобби., городск.застр. | accommodation service | υπηρεσία διαμονής |
обществ., труд.прав. | accrued service | προϋπηρεσία |
обществ., труд.прав. | accrued service | αρχαιότητα |
юр., фин. | address for service | τόπος επιδόσεων |
юр., фин. | address for service | κατοικία που έχει επιλεγεί |
юр., фин. | address for service | διεύθυνση αντικλήτου |
юр., фин. | address for service | αντίκλητος |
юр. | address for service in the place where the Court has its seat | προσδιορισμός τόπου επιδόσεων στην έδρα του Πρωτοδικείου |
юр. | address for service in the place where the Court has its seat | προσδιορισμός τόπου επιδόσεων στην έδρα του Δικαστηρίου |
юр. | address for service of process legal fiction of an address for service of process | δήλωση διευθύνσεως κατοικίας ενώπιον του δικαστηρίου |
уст., связь., патент. | Advanced Communications Technologies and Services | Ειδικό πρόγραμμα έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης, περιλαμβανομένης της επίδειξης, στον τομέα των προηγμένων τεχνολογιών και υπηρεσιών επικοινωνιών |
общ. | advanced telematics service | προηγμένη υπηρεσία τηλεματικής |
мед. | advisory service | υπηρεσία ιατρικών επισκέψεων |
обществ., с/х., полит. | advisory service | υπηρεσία γεωργικών εφαρμογών |
мед. | advisory service | υπηρεσία ιατρικών συμβουλών |
мед. | advisory service | εξωτερικά ιατρεία |
общ. | after school child-minding service | σταθμός φύλαξης μαθητών |
юр. | Agreement between the European Community and the Kingdom of Denmark on the service of judicial and extrajudicial documents in civil or commercial matters | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Βασιλείου της Δανίας, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις |
общ. | Agreement establishing an International Commission for the International Tracing Service | Συμφωνία που ιδρύει Διεθνή Επιτροπή για τη Διεθνή Υπηρεσία Αναζητήσεων |
общ. | Agreement on the Legal Status of the International Tracing Service in Arolsen | Συμφωνία για το νομικό καθεστώς της Διεθνούς Υπηρεσίας Αναζητήσεων στην Αρόλσεν |
общ. | Agreement on the Relations between the International Commission for the International Tracing Service and the International Committee of the Red Cross | Συμφωνία για τις σχέσεις μεταξύ της Διεθνούς Επιτροπής για τη Διεθνή Υπηρεσία Αναζητήσεων και της Διεθνούς Επιτροπής Ερυθρού Σταυρού |
юр., труд.прав. | agreement supplementary to the contract of service | τροποποιητική συμφωνία της συμβάσεως προσλήψεως |
общ. | agreement supplementary to the contract of service | τροποποιητική συμφωνία της σύμβασης προσλήψεως |
юр., трансп., авиац. | air service agreement | συμφωνία αεροπορικών υπηρεσιών |
материаловед. | air-service unit | μονάδα FRL |
материаловед. | air-service unit | μονάδα εξυπηρέτησης αέρα |
юр., труд.прав. | all-service mask | αναπνευστική συσκευή |
общ. | alpine rescue service | αλπινική υπηρεσία διασώσεως |
юр. | American Service members' Protection Act | αμερικανικό σχέδιο νόμου για την προστασία του προσωπικού των ΗΠΑ |
общ. | ancillary service | επικουρική υπηρεσία |
юр. | any national service required of a conscientious objector | απαιτούμενη στρατιωτική θητεία για αντιρρησία συνείδησης |
общ. | application and service reference model | μοντέλο αναφοράς εφαρμογών και υπηρεσιών |
общ. | Applications Department Service | Υπηρεσία Ανάπτυξης των Εφαρμογών |
естеств.науки., эл. | approved dosimetric service | εξουσιοδοτημένη δοσιμετρική υπηρεσία |
юр. | arbitration service | υπηρεσία διαιτησίας |
общ. | automatically-operated service door | θύρα επιβατών αυτόματης λειτουργίας |
естеств.науки., трансп. | aviation meteorological service | υπηρεσία αεροναυτικής μετεωρολογίας |
юр., фин. | award of public service contracts | σύναψη των δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών |
общ. | because of the exigencies of the service or safety rules | ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες ή τις απαιτήσεις των κανόνων ασφαλείας στον τόπο της εργασίας |
мед. | biotechnological good or service | βιοτεχνολογικό αγαθό ή υπηρεσία |
мед. | blood-donor control service | κέντρο αιμοδοσίας |
мед. | blood-donor service | τράπεζα αίματος |
мед. | blood-donor service | υπηρεσία αιμοδοσίας |
общ. | bonus for exceptional service | έκτακτη παροχή για εξαιρετικές υπηρεσίες |
общ. | breakdown by grade and service | κατανομή κατά βαθμούς και υπηρεσίες |
общ. | breakdown service | οδική βοήθεια |
общ. | British Information Service | Βρετανική Υπηρεσία Πληροφοριών |
с/х., мет. | bull pens and service crates or stocks in tubular steel construction | κλωβοί η διαμερίσματα ταύρων και φάτνες ζευγαρώματος σωληνοειδούς χαλύβδινης κατασκευής |
общ. | to call up for military service | στρατεύομαι' καλούμαι υπό τα όπλα |
обществ. | care service | υπηρεσίες φροντίδας |
обществ. | care service | προνοιακές υπηρεσίες |
общ. | catering service | υπηρεσία τροφοδοσίας |
общ. | catering service | τροφοδοσία για τα γεύματα εν πτήσει |
общ. | central documentation service | κεντρική υπηρεσία τεκμηρίωσης |
общ. | certificate of release to service | πιστοποιητικό διάθεσης προς χρησιμοποίηση |
юр. | certification service | παροχή υπηρεσίας πιστοποίησης |
общ. | Chancellor of the Duchy of Lancaster, Minister for Public Service and Science | Καγκελλάριος του Δουκάτου του Λάνκαστερ, Υπουργός Δημόσιων Υπηρεσιών και Επιστημών |
хим. | Chemical Abstracts Service | υπηρεσία Chemical Abstracts Service |
хим. | Chemical Abstracts Service index number | αριθμός ευρετηρίου της Chemical Abstracts Service |
обществ. | child welfare service | υπηρεσία προστασίας του παιδιού |
обществ. | childcare service | μηχανισμός για τη φροντίδα των παιδιών |
общ. | child-care service | υπηρεσίες παιδικής μέριμνας |
обществ. | citizens' advice service | συμβουλευτική υπηρεσία για τους πολίτες |
уст., юр. | Citizens' Signpost Service | Υπηρεσία Προσανατολισμού των Πολιτών |
материаловед. | city service truck | όχημα εκτάκτων αναγκών |
общ. | Civil Service | δημοσιοϋπαλληλικός κλάδος |
общ. | civil service to which an official belongs | υπηρεσία από την οποία προέρχεται ο υπάλληλος |
обществ. | civilian service | πολιτική υπηρεσία |
общ. | client service | υπηρεσία-αιτών |
общ. | Committee on the service in the Member States of judicial and extrajudicial documents in civil and commercial matters | Επιτροπή για την επίδοση και κοινοποίηση στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις |
общ. | Committee on the service in the Member States of judicial and extrajudicial documents in civil or commercial matters | Επιτροπή για την επίδοση και κοινοποίηση στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις |
обществ. | Community action programme "European voluntary service for young people" | Πρόγραμμα κοινοτικής δράσης "Ευρωπαϊκή εθελοντική υπηρεσία των νέων" |
обществ. | Community action programme - European voluntary service for young people | πρόγραμμα κοινοτικής δράσης "Ευρωπαϊκή εθελοντική υπηρεσία για τους νέους" |
обществ., труд.прав. | community service | κοινωφελής εργασία |
общ. | compatible with the proper functioning of the service | συμβατός με τις απαιτήσεις της καλής λειτουργίας των υπηρεσιών |
общ. | Competition and Consumer Protection Service | Υπηρεσία Ελέγχου Τιμών και Προστασίας Καταναλωτών |
юр. | conciliation service | υπηρεσία συμβιβασμού |
налог., трансп. | conference service contract rate | ναύλος σύμβασης παροχής υπηρεσιών της διάσκεψης |
тех. | conformance testing service | υπηρεσία εξακρίβωσης της συμμόρφωσης |
тех. | conformity testing service | υπηρεσία δοκιμών συμμόρφωσης |
естеств.науки. | consultancy service for firms for innovation and technology transfer | παροχή συμβουλών στις επιχειρήσεις για την καινοτομία και τη μεταφορά τεχνολογίας |
юр. | contribution of the Legal Service | συμβολή της Νομικής Υπηρεσίας του Συμβουλίου |
обществ. | Convention concerning the Organisation of the Employment Service | Σύμβαση "περί διοργανώσεως της Υπηρεσίας Απασχολήσεως" |
юр., торг., полит. | Convention drawn up on the basis of Article K.3 of the Treaty on European Union, on the service in the Member States of the European Union of judicial and extrajudicial documents in civil or commercial matters | Σύμβαση καταρτιζόμενη βάσει του άρθρου Κ3 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις |
юр., ИТ. | Convention on Information and Legal Cooperation concerning "Information Society Services" | Σύμβαση αριθ. 180 του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πληροφόρηση και τη δικαστική συνεργασία όσον αφορά τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας |
юр. | Convention on the service abroad of judicial and extrajudicial documents in civil or commercial matters | σύμβαση σχετικά με την επίδοση και κοινοποίηση δικαστικών και εξωδίκων εγγράφων στην αλλοδαπή σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις |
юр. | Convention on the service in the Member States of the European Union of judicial and extrajudicial documents in civil or commercial matters | Σύμβαση για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις |
юр. | cross-border service of judicial and extrajudicial documents | διασυνοριακή επίδοση και κοινοποίηση δικαστικών και εξώδικων πράξεων |
юр., угол. | Crown Prosecution Service | Εισαγγελική Υπηρεσία του Στέμματος |
налог. | customs service | τελωνειακή υπηρεσία |
общ. | Customs Union Service | Υπηρεσία τελωνειακής ένωσης |
с/х. | daily service tank | δεξαμενή ημερήσιας κατανάλωσης |
юр., ИТ. | data surveillance service | υπηρεσία επίβλεψης δεδομένων |
мед. | day nursing service | αποκλειστικός νοσοκόμος ημέρας |
общ. | debt service ratio | συντελεστής εξυπηρέτησης του χρέους |
юр., обществ. | Declaration on voluntary service activities | Δήλωση αριθ. 38 για τις εθελοντικές δραστηριότητες |
общ. | diplomatic service | διπλωματική υπηρεσία |
общ. | Directive 2004/18/EC on the coordination of procedures for the award of public works contracts, public supply contracts and public service contracts | Οδηγία 2004/18/ΕΚ περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών |
общ. | Directorate C - Interpretation and Conferences - Interinstitutional Service | Διεύθυνση Γ - Διερμηνεία και Διασκέψεις - Διοργανική υπηρεσία |
общ. | Distribution Service, other institutions | Υπηρεσία Διανομής "`Αλλα όργανα" |
мед. | doctor on service | γιατρός υπηρεσίας |
общ. | Documentation Service - Brussels | Υπηρεσία τεκμηρίωσης - Βρυξέλλες |
обществ. | domestic care service | υπηρεσίες κατ' οίκον μέριμνας |
юр. | domestic service | υπηρετική εργασία |
с/х. | double service | διπλή οχεία |
общ. | driver operated service door | θύρα επιβατών την οποία χειρίζεται ο οδηγός |
мед.-биол. | Earth Observation service | υπηρεσία γεωεπισκόπησης |
мед. | emergency rescue service | ΕΜS |
мед. | emergency rescue service | υπηρεσία έκτακτης ιατρικής βοήθειας |
общ. | employment in the public service | η απασχόληση στη δημόσια διοίκηση |
обществ., занят. | employment service | γραφείο εύρεσης εργασίας |
обществ., обр., занят. | employment service | γραφείο ευρέσεως εργασίας' γραφείο εργασίας' κέντρο απασχόλησης |
обществ. | end-of-service allowance | αποζημιώσεις με τη λήξη της θητείας |
энерг. | energy service | ενεργειακή υπηρεσία |
мед.-биол. | EO service | υπηρεσία γεωεπισκόπησης |
общ. | Equipment and Logistics Service | Υπηρεσία Εξοπλισμού και Διοικητικής Μέριμνας |
мед. | European biotechnology information service | ευρωπαϊκή υπηρεσία πληροφόρησης για τη βιοτεχνολογία |
общ. | European Border Protection Service | Ευρωπαϊκή Μονάδα Προστασίας των Συνόρων |
общ. | European Civic Service | Ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για τη δραστηριοποίηση των πολιτών |
общ. | European Civil Service | δημόσια διοίκηση της Κοινότητας |
обществ. | European civilian service | Ευρωπαϊκή πολιτική θητεία |
юр. | European Convention on the Service Abroad of Documents relating to Administrative Matters | Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την κοινοποίηση στο εξωτερικό εγγράφων διοικητικών θεμάτων |
обществ., занят. | European Employment Services | Ευρωπαϊκές Υπηρεσίες Απασχόλησης |
юр. | European External Action Service desk | μονάδα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης |
юр., обществ. | European Forum for Victim Services | ευρωπαϊκό φόρουμ για τις υπηρεσίες προς τα θύματα |
юр., обществ. | European Forum for Victims' Services | ευρωπαϊκό φόρουμ για τις υπηρεσίες προς τα θύματα |
юр., стр., эк. | European Land Information Service | Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Πληροφοριών σχετικά με την έγγειο ιδιοκτησία |
обществ. | European Voluntary Service | ευρωπαϊκή υπηρεσία για την εθελοντική εργασία |
обществ. | European Voluntary Service | Ευρωπαϊκή εθελοντική υπηρεσία των νέων |
обществ. | European Voluntary Service for young people | ευρωπαϊκή υπηρεσία για την εθελοντική εργασία |
юр. | expert in the translation service | ειδικός της μεταφραστικής υπηρεσίας |
обществ., связь. | Express Reading Service | υπηρεσία ταχείας ανάγνωσης |
обществ., с/х., полит. | extension service | υπηρεσία γεωργικών εφαρμογών |
общ. | failure to report for military service | ανυποταξία |
обществ. | family support service | οικογενειακή βοηθητική φροντίδα |
с/х. | farm management service | υπηρεσία διαχείρισης εκμεταλλεύσεων |
общ. | Federal Security Service | Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας |
мед. | fee for service | ιδιωτική αμοιβή |
обществ., труд.прав. | final cessation of service | οριστική λήξη των καθήκοντων |
общ. | fire service | πυροσβεστική |
материаловед. | fire service belt | πυροσβεστική ζώνη |
материаловед. | fire service expert | εμπειρογνώμονας πυρκαγιών |
юр. | firm entrusted with the provision of a public service | επιχείρηση επιφορτισμένη με την άσκηση δημόσιας υπηρεσίας |
юр. | first display of the good or service | πρώτη παρουσίαση στο κοινό του προϊόντος ή της υπηρεσίας |
юр. | Forensic Medical Service of Athens | Ιατροδικαστική Υπηρεσία Αθηνών |
обществ. | freelance translation service | υπηρεσία εξωτερικών μεταφράσεων |
с/х. | French official plant protection service | Επίσημη γαλλική υπηρεσία φυτοϋγειονομικής προστασίας |
общ. | French service | σερβίρισμα στο τραπέζι |
общ. | French service | σερβίρισμα από γκαρσόνι |
мед.-биол. | gale warning service | υπηρεσία μετεωρολογικών αναγγελιών |
мед.-биол. | gale warning service | υπηρεσία αναγγελίας θυελλών |
с/х. | general service pump | αντλία γενικής χρήσης |
юр. | to give an address for service of process | επιλέγω κατοικία |
юр. | to give an address for service of process in the jurisdiction of the court applied to | κάνω επιλογή κατοικίας στο δικαστήριο που επιλαμβάνεται της υποθέσεως |
общ. | Greek secret service | Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών |
с/х. | Greek Union of Civil Service Agronomists | Πανελλήνια ΄Ενωση Γεωπόνων Δημοσίων Υπαλλήλων |
с/х. | group service | επίβαση καθ'ομάδες |
с/х. | group service | ομαδική οχεία |
естеств.науки., с/х. | hand service | ατομική επίβαση |
юр. | to have an address for service:to specify a particular address for service | προβαίνει σε καθορισμό ειδικής δωσιδικίας |
юр. | to have an address for service:to specify a particular address for service | καθορίζει δωσιδικία |
общ. | Head of Information Service | προϊστάμενος της Υπηρεσίας Τύπου και Πληροφοριών |
юр., обществ., здрав. | Health and Personal Social Services Northern Ireland Order | διάταγμα περί υπηρεσιών υγείας και προσωπικών κοινωνικών υπηρεσιών |
общ. | Hellenic Military Geographical Service | Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού |
общ. | Hellenic National Intelligence Service | Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών |
землевед. | highly sulphidising service atmosphere | ατμόσφαιρα εργασίας υψηλού βαθμού ενθείωσης |
обществ. | home care service | υπηρεσίες κατ' οίκον μέριμνας |
обществ. | home help service | βοήθεια στο σπίτι |
мед. | hospital extern service | εξωνοσοκομειακές υπηρεσίες |
мед. | hospital service | νοσοκομειακή υπηρεσία |
общ. | host service | υπηρεσία υποδοχής |
городск.застр. | hot service water | θερμό νερό χρήσης |
городск.застр. | hot service water producing plant | εγκατάσταση παραγωγής θερμού νερού χρήσης |
городск.застр. | hot service water production | παραγωγή θερμού νερού χρήσης |
общ. | Humanitarian Early Warning Service | Ανθρωπιστικό Σύστημα Έγκαιρης Προειδοποίησης |
общ. | image communication service | υπηρεσία μεταβίβασης εικόνων |
юр. | in-service inspection | έλεγχος κατά τη λειτουργία |
материаловед. | in service survey | επιθεώρηση εν κυκλοφορία οχημάτων |
юр. | in-service tests | δοκιμές κατά τη λειτουργία |
юр., патент. | to indicate an address for service in a State | διορίζω αντίκλητο σ'ένα κράτος |
юр. | to indicate an address for service in the State in question | διορισμός αντικλήτου στο συγκεκριμένο κράτος |
общ. | individual decision relating to a service franchising agreement | μεμονωμένη απόφαση σχετικά με συμφωνία franchising παροχής υπηρεσιών |
хим., эл. | individual service pipe | ατομική παροχή |
общ. | Informatics Planning and Administration Service | Υπηρεσία Σχεδιασμού και Διεύθυνσης Μηχανογράφησης |
обществ. | information service | υπηρεσία υποδοχής |
общ. | Information service | Υπηρεσία πληροφόρησης |
материаловед. | innovation support service | υπηρεσία επιβοήθησης της καινοτομίας |
хобби., пищ. | institutional food service | ομαδική εστίαση |
общ. | Intelligence Service | Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών |
общ. | Inter-Service Coordination Group | διυπηρεσιακή ομάδα συνεργασίας |
юр. | inter-service mission | διυπηρεσιακή αποστολή |
общ. | Interinstitutional Service for Electronic Mail | Διοργανική Υπηρεσία Ηλεκτρονικού Ταχυδρομείου |
с/х., науч.-ис. | International Service for National Agricultural Research | Διεθνής Υπηρεσία Βοηθείας στην Εθνική Γεωργική Ερευνα |
обществ. | International Tracing Service | Διεθνής Υπηρεσία Αναζητήσεων |
хим., эл. | interruptible service | διακοπτόμενη παροχή |
тех. | interruptible service | διακοπτόμενη ζήτηση |
общ. | irregular absence from service | μη κανονική απουσία από την εργασία |
уст., полит. | Joint Interpreting and Conference Service | Κοινή υπηρεσία διερμηνείας-συνεδριάσεων |
юр. | law enforcement service | διωκτική αρχή |
юр. | law enforcement service | αρχή καταστολής |
юр. | law enforcement service | νομίμως εξουσιοδοτημένη αρχή |
юр. | law enforcement service | αρχή εφαρμογής του νόμου |
юр. | law enforcement service | αρχή επιβολής του νόμου |
юр. | law enforcement service | υπηρεσία επιβολής του νόμου |
юр., ИТ. | leave for military service | άδεια για εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων |
юр. | Legal Service contribution | συμβολή της Νομικής Υπηρεσίας του Συμβουλίου |
юр. | Legal Service opinion | γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας |
обществ., труд.прав. | length of service | αρχαιότητα |
обществ., труд.прав. | length of service | προϋπηρεσία |
общ. | Library Service cataloguing - Brussels | Υπηρεσία Βιβλιοθήκης κατάρτιση κατάλογων - Βρυξέλλες |
обществ. | local service | εγγύτητα υπηρεσιών |
обществ. | low threshold service | υπηρεσία άμεσης πρόσβασης |
юр. | manufacturing on service contract | σύμβαση έργου |
юр. | manufacturing on service contract | μίσθωση έργου |
естеств.науки., с/х. | mating service | διά της χειρός ελεγχόμενη οχεία |
городск.застр., трансп. | meals service at seat | υπηρεσία παροχής γεύματος στις θέσεις εν ώρα πορείας |
хобби. | Mediation and Arbitration Service | Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας |
общ. | medical information service | κέντρον ιατρικών πληροφοριών |
мед. | medical service contract | εξήγησις της θεραπείας από τον ιατρό στον ασθενή |
юр. | member of the service staff | μέλος του υπηρετικού προσωπικού |
юр. | members of the service staff | μέλη του υπηρετικού προσωπικού |
мед.-биол. | meteorological service | Μετεωρολογική Υπηρεσία |
мед.-биол. | meteorological service | Μετεωρολογικό Ινστιτούτο |
юр. | method of service | μέθοδος επίδοσης ή κοινοποίησης |
юр. | metrological service | μετρολογική υπηρεσία |
общ. | military service | στρατιωτικές υποχρεώσεις |
общ. | military service | στρατιωτική θητεία |
юр. | minimum distance between service stations | ελάχιστη απόσταση μεταξύ των πρατηρίων διανομής πετρελαίου |
общ. | Minister for the Civil Service | Υπουργός Δημόσιας Διοίκησης |
общ. | Minister for the Civil Service | Υπουργός Δημόσιων Υπηρεσιών |
общ. | Minister for the Civil Service and Regional Affairs | Υπουργός Δημοσίων Υπηρεσιών και Περιφερειακών Υποθέσεων |
общ. | Minister for the Interior, Minister for the Civil Service and Administrative Reform | Υπουργός Εσωτερικών, Υπουργός Δημόσιας Διοίκησης και Διοικητικής Μεταρρύθμισης |
общ. | modernizing the European civil service | εκσυγχρονισμός της ευρωπαϊκής δημόσιας διοίκησης |
юр., ИТ. | months of service | μήνες υπηρεσίας |
общ. | months of service | αρχαιότητα κατά μήνες |
обществ. | multilingual service | πολύγλωσση υπηρεσία |
хим., эл. | multiple service pipe | πολλαπλή παροχή |
материаловед. | municipal fire service | δημοτική πυροσβεστική υπηρεσία |
юр., иммигр. | National Asylum Support Service | κέντρο υποδοχής και φιλοξενίας αιτούντων άσυλο |
юр., иммигр. | National Asylum Support Service | κέντρο φιλοξενίας αιτούντων άσυλο |
юр., иммигр. | National Asylum Support Service | κέντρο υποδοχής για τους αιτούντες άσυλο |
юр., иммигр. | National Asylum Support Service | κέντρο φιλοξενίας για τους αιτούντες άσυλο |
юр., иммигр. | National Asylum Support Service | κέντρο υποδοχής αιτούντων άσυλο |
мед. | national blood collection service | εθνική υπηρεσία αιμοδοσίας |
общ. | National Criminal Intelligence Service | Εθνική Υπηρεσία Εγκληματολογικών Πληροφοριών |
юр. | national criminal intelligence service | εθνική υπηρεσία πληροφοριών στον τομέα του εγκλήματος |
общ. | National Criminal Intelligence Service | Εθvική Υπηρεσία Εγκληματoλoγικώv Ερευvώv τoυ ΗΒ |
обществ. | national employment service | Εθνικό γραφείο απασχόλησης |
мед. | national health service | εθνική υπηρεσία υγείας |
юр., обществ., здрав. | National Health Service Act | νόμος περί εθνικής υπηρεσίας υγείας |
общ. | National Intelligence and Protection Service | Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών και Προστασίας |
общ. | National Investigation Service | Εθνική Υπηρεσία Ερευνών |
естеств.науки., окруж. | national meteorological service | εθνική μετεωρολογική υπηρεσία |
общ. | national service | στρατιωτικές υποχρεώσεις |
обществ., труд.прав. | neighbourhood service | εκ του σύνεγγυς υπηρεσίες |
патент. | Nice Agreement concerning the International Classification of Goods and Services for the Purposes of the Registration of Marks | Συμφωνία της Νίκαιας που αφορά τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών με σκοπό την καταχώρηση σημάτων |
мед. | night nursing service | νυχτερινός νοσοκόμος |
мед. | night nursing service | αποκλειστικός νοσοκόμος νύχτας |
юр., эк., бизн. | non-economic service of general interest | μη οικονομική υπηρεσία γενικού ενδιαφέροντος |
мед. | nursing service | νοσηλευτική υπηρεσία |
общ. | Official Mail Service | Υπηρεσία Επίσημου Ταχυδρομείου |
мед. | official service | επίσημη υπηρεσία |
общ. | official service pass | υπηρεσιακή ταυτότητα δημοσίου υπαλλήλου |
хим., эл. | off-peak service | παροχή εκτός αιχμής |
мед. | "on call" service | τηλεφωνική εφημερία |
обществ. | on-call service | εφημερία |
общ. | On-line computer service | Σε επικοινωνία εξυπηρέτηση με υπολογιστή |
общ. | On-line data-base service | Υπηρεσίες βάσης δεδομένων σε επικοινωνία |
общ. | organisation and operation of the service | οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών |
стр. | out of service | εκτός χρήσης |
стр. | out of service | εκτός λειτουργίας |
обществ. | Overseas Service Medal | Μετάλλιο Υπερπόντιων Υπηρεσιών |
юр., марк. | passive service right | παθητικό δικαίωμα παροχής υπηρεσιών |
рел., фарма. | pastoral care service | θρησκευτική υπηρεσία νοσοκομείου |
рел., фарма. | pastoral care service | αξίωμα ιερέως |
рел., фарма. | pastoral care service | μέριμνα για τη σωτηρία της ψυχής |
обществ. | performance of voluntary service in another Member State | δημιουργία υπηρεσίας που θα λειτουργεί σε εθελοντική βάση σ'ένα άλλο κράτος μέλος |
общ. | period of after-sales service | περίοδος επέμβασης της υπηρεσίας μεταγοραστικής εξυπηρέτησης |
юр. | person who is authorized to accept service | αντίκλητος |
мед. | physician on service | γιατρός υπηρεσίας |
налог. | place where a service is supplied | τόπος παροχής υπηρεσιών |
обществ., обр., занят. | placement service | γραφείο ευρέσεως εργασίας' γραφείο εργασίας' κέντρο απασχόλησης |
юр. | placing into service | θέση σε λειτουργία |
мед. | Plant Protection Service | υπηρεσία φυτοπροστασίας |
общ. | post in the public service | θέση στη δημόσια διοίκηση |
общ. | power-operated service door | μηχανοκίνητη θύρα επιβατών |
юр. | Practical Handbook on the Operation of the Hague Convention of 15 November 1965 on the Service Abroad of Judicial and Extrajudicial Documents in Civil and Commercial Matters | Εγχειρίδιο για την εφαρμογή της Σύμβασης της Χάγης της 15ης Νοεμβρίου 1965 για την επίδοση και την κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις |
общ. | pre-service examination | εξέταση προ της θέσεως σε λειτουργία |
общ. | predeparture information service | υπηρεσία παροχής πληροφοριών πριν από την αναχώρηση |
материаловед. | prediction of service behaviour | πρόβλεψη της συμπεριφοράς κατά τη λειτουργία |
общ. | to preserve the integrity of the European public service | διατήρηση του ενιαίου χαρακτήρα του ευρωπαϊκού δημόσιου λειτουργήματος |
общ. | Press and Communication Service | Υπηρεσία Τύπου και Επικοινωνίας |
общ. | Price Control and Consumers' Protection Service | Υπηρεσία Ελέγχου Τιμών και Προστασίας Καταναλωτών |
общ. | Prime Minister, First Lord of the Treasury and Minister for the Civil Service | Πρωθυπουργός, Πρώτος Λόρδος του Δημόσιου Θησαυρού και Υπουργός Δημόσιων Υπηρεσιών |
юр. | prosecution service | εισαγγελική αρχή ; εισαγγελία |
общ. | Public Employment Service | Δημόσιες Υπηρεσίες Απασχόλησης |
мед. | public health service | υπηρεσία δημόσιας υγείας |
юр., здрав. | Public Health Service Act | Νόμος για την υπηρεσία δημόσιας υγείας |
общ. | public service | Δημόσια Διοίκηση |
общ. | public service contract | δημόσια σύμβαση παροχής υπηρεσιών |
общ. | public service contract | δημόσια σύμβαση υπηρεσιών |
общ. | public service obligation | υποχρέωση παροχής υπηρεσίας δημοσίου συμφέροντος |
общ. | public service obligation | υποχρέωση κοινής ωφέλειας |
общ. | public service obligation | υποχρέωση παροχής δημοσιας υπηρεσίας |
общ. | public service obligation | υποχρέωση δημόσιας υπηρεσίας |
общ. | quick service volume reservoir | αεροφυλάκιο ταχείας σύσφιξης πέδης |
естеств.науки., с/х. | ready for service | σε ηλικία αναπαραγωγής |
общ. | real service induced defect | ελάττωμα που προκαλείται υπό πραγματικές συνθήκες λειτουργίας |
обществ. | reception service | υπηρεσία υποδοχής |
хобби. | recreational service | ψυχαγωγική υπηρεσία |
мед. | rehabilitation service | υπηρεσία αποκατάστασης |
юр. | reimbursement for the discharge of certain obligations inherent in the concept of a public service | η αποκατάσταση ορισμένων βαρών συνυφασμένων με την έννοια της δημοσίας υπηρεσίας |
рел. | religious service | θρησκευτική υπηρεσία νοσοκομείου |
тех. | remote-controlled service valve | αυτόματη βαλβίδα φιάλης |
юр., иммигр. | reporting service | υπηρεσία δηλώσεων |
общ. | requirement of the service | υπηρεσιακή ανάγκη |
общ. | requirements of the service | ανάγκη της υπηρεσίας |
общ. | rescue service | υπηρεσία διάσωσης |
городск.застр. | restaurant service | υπηρεσία εστίασης |
общ. | retrieval service | υπηρεσία ανάκτησης |
естеств.науки., с/х. | running service | ελεύθερη επίβαση |
с/х. | running service | οχεία στην ποίμνη |
с/х. | running service | ζευγάρωμα στο κοπάδι |
общ. | salaries in the public service | μισθοί στις δημόσιες υπηρεσίες |
общ. | operate scheduled service | εκτελώ τακτική αεροπορική γραμμή |
общ. | search and rescue service | έρευνα και διάσωση ; υπηρεσίες έρευνας και διάσωσης |
общ. | secondment in the interests of the service | απόσπαση προς το συμφέρον της υπηρεσίας |
общ. | security service | Μυστικές Στρατιωτικές Υπηρεσίες |
общ. | security service | υπηρεσία ασφαλείας |
с/х. | self-service | ελεύθερη σίτηση |
землевед., маш. | self-service display case | πάγκος αυτοεξυπηρέτησης |
землевед., маш. | self-service display case | βιτρίνα αυτοεξυπηρέτησης |
общ. | self-service shop | σέλφ-σέρβις |
общ. | 800-service | ατελοκλησάριθμος |
общ. | 800-service | αριθμός ατελούς κλήσης |
землевед., трансп. | service acceleration | επιτάχυνση κίνησης |
землевед., трансп. | service acceleration | επιτάχυνσση λειτουργίας |
общ. | service allowance | επίδομα καθηκόντων |
юр., трансп. | service arrangement | διευθέτηση παροχής υπηρεσιών |
общ. | " Service Assessment " report on local staff | "Φύλλο αξιολόγησης εργασίας"για τους τοπικούς υπαλλήλους |
прир.рес. | service berry | αρωνία η κοινή (Amelanchier ovalis, Amelanchier vulgaris) |
мед.-биол., с/х. | service berry | καρπός σουβριάς (-) |
с/х. | service-berry | σούρβο |
естеств.науки., с/х. | service boar | αναπαραγωγικός αρσενικός χοίρος |
общ. | service braking system | σύστημα πέδησης πορείας |
землевед., маш. | service cabinet | ψυγείο εμπορικής χρήσης |
общ. | service card | υπηρεσιακό δελτίο' υπηρεσιακή ταυτότητα |
с/х. | service ceiling | μέγιστο ύψος εφαρμογής αεροψεκασμού |
стр. | service center | κέντρο εφοδιασμού |
стр. | service center | κέντρο εξυπηρέτησης |
стр. | service centre | κέντρο εξυπηρέτησης |
стр. | service centre | κέντρο εφοδιασμού |
юр., налог. | service charge | τέλος εξυπηρετήσεως |
землевед., маш. | service charge | πλήρωση |
общ. | service charge | επιβάρυνση σέρβις |
хим., эл. | service clip | στήριγμα λήπτη |
землевед., стр. | service combination of actions | συνδυασμός δράσεων χρήσης |
общ. | service contract | δημόσια σύμβαση παροχής υπηρεσιών |
юр., трансп. | service contract | σύμβαση υπηρεσιών |
общ. | service contract | δημόσια σύμβαση υπηρεσιών |
общ. | service contract awarded in the interests of the Commission | σύμβαση παροχής υπηρεσιών που συνάπτεται προς το συμφέρον της Επιτροπής |
общ. | service contractor | γενικός ανάδοχος |
общ. | service contractor | επίσημος ανάδοχος |
мед. | service corridor | διάδρομος υπηρεσίας |
с/х. | service crate | επίβαστρο |
с/х. | service crate | εσχάρα οχείας |
с/х. | service crate | κελλί οχείας |
с/х. | service crate | διαμέρισμα οχείας |
землевед., маш. | service cylinder | φιάλη υπηρεσίας |
землевед., маш. | service cylinder | φιάλη ψυκτικού υγρού του επιδιορθωτή |
землевед., маш. | service data | στοιχεία,πληροφορίες για συντήρηση |
тех. | service delivery | παροχή υπηρεσιών |
общ. | service door | θύρα επιβατών |
хим., эл. | service drip | παγίς παροχής |
с/х. | service dummy | επίβαστρο-ομοίωμα |
юр. | service effected by post | κλήτευση με ταχυδρομική επίδοση |
юр. | service effected by posting it on the court notice board | κλήτευση με ανακοίνωση σε σχετικό πίνακα του δικαστηρίου |
общ. | service employment | απασχόληση στον τομέα της παροχής υπηρεσιών |
юр. | service error | υπηρεσιακό πταίσμα |
хим., эл. | service extraction | εξαγωγή των παροχών |
с/х. | service fee | κόστος οχείας |
с/х. | service fee | κόστος επίβασης |
обществ. | service for the elderly | υπηρεσίες προς τους ηλικιωμένους |
стр. | service gangway | γέφυρα υπηρεσίας |
тех., маш. | service gauge | μανόμετρο υπηρεσίας |
тех., маш. | service gauge | μανόμετρο του συναρμολογητή |
обществ., занят. | service industries | κλάδος των υπηρεσιών |
общ. | service level agreement | συμφωνία επιπέδου υπηρεσιών |
общ. | service level agreement | συμφωνία επιπέδου εξυπηρέτησης |
хобби., с/х. | service lighter | φορτηγίδα |
хобби., с/х. | service lighter | μαούνα |
стр. | service load | φορτίο εργασίας |
землевед. | service load | απαιτούμενη ψυκτική ισχύς για την εγκατάσταση |
стр. | service load | ωφέλιμο φορτίο |
патент. | service marks | σήματα χρησιμοποιούμενα δια την πώλησιν ή διαφήμισιν υπηρεσιών |
естеств.науки., с/х. | service notification | αναγγελία επιβάσεων |
обществ. | service of general economic interest | υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος |
бизн. | service of general economic interest | υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος |
юр. | service of judicial documents abroad | επίδοση των δικαστικών εγγράφων στην αλλοδαπή |
юр. | service of legal documents | κοινοποίηση των δικαστικών πράξεων |
юр. | service of legal documents | επίδοση των δικαστικών πράξεων |
общ. | service of public interest | υπηρεσία δημοσίου συμφέροντος |
юр. | service of the application | επίδοση του δικογράφου της προσφυγής |
юр., ИТ. | service pay | στρατιωτικός μισθός |
с/х. | service pen | ζώνη τροφοδοσίας |
с/х. | service pen | χώρος τροφοδοσίας |
прир.рес., с/х., животн. | service period | περίοδος οχείας |
общ. | service personnel of consular offices | προσωπικό που υπηρετεί στις προξενικές υπηρεσίες |
общ. | service personnel of diplomatic representative offices | προσωπικό που υπηρετεί στις διπλωματικές αποστολές |
хим. | service pipe | οικιακό δίκτυο αγωγών |
хим. | service pipe | διακλάδωση |
хим. | service pipe | σωλήνας διακλάδωσης |
общ. | service pressure | πίεση υπηρεσίας |
общ. | service pressure | πίεση παροχής |
землевед., маш. | service pump | αντλία με άμεση χρήση |
общ. | service record book | στρατιωτικό βιβλιάριο |
естеств.науки., с/х. | service register | κατάλογος επιβάσεων |
естеств.науки., с/х. | service register | κατάλογος οχειών |
юр. | service-related fault | υπηρεσιακό πταίσμα |
землевед., эл. | service relay | ηλεκτρονόμος συστημάτων εξυπηρέτησης |
общ. | service reservoir | υδαταποθήκη υπηρεσίας,υδατόπυργος |
хим., эл. | service saddle | στήριγμα λήπτη |
обществ., занят. | service sector | τομέας των υπηρεσιών |
с/х. | service spaces | βοηθητικοί χώροι |
юр. | service staff | υπηρετικό προσωπικό |
тех. | service standard | πρότυπο υπηρεσιών |
тех. | service standard | πρότυπο υπηρεσίας |
с/х. | service station | σταθμός οχείας |
с/х. | service station | σταθμός επίβασης |
с/х. | service stocks | επίβαστρο |
налог. | service tax | φόρος παροχής υπηρεσιών |
хим., эл. | service tee | ταύ υπηρεσίας |
тех., эл. | service test | φθορά αποθήκευσης |
естеств.науки., с/х. | service-tree | αγριομηλιά (sorbus torminalis) |
естеств.науки., с/х. | service-tree | σορβιά (sorbus torminalis) |
материаловед. | service value | τιμή χρήσης |
хим., эл. | service valve | γενικός κρουνός παροχής |
общ. | service water | νερό βιομηχανικής χρήσης |
с/х. | service weight | βάρος λειτουργίας |
общ. | short-to medium term enrichment service | βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες υπηρεσίες εμπλουτισμού |
общ. | shuttle service | ειδική διαδρομή |
общ. | shuttle service | ειδικό δρομολόγιο |
общ. | silver service | σερβίρισμα από γκαρσόνι |
общ. | silver service | σερβίρισμα στο τραπέζι |
материаловед., маш. | single service pack | συσκευασία μερίδας |
обществ. | social service | κοινωνική υπηρεσία |
обществ. | social service | κοινωνική εργασία στα πλαίσια μιας συνοικίας |
обществ. | social service for the blind | κοινωνική περίθαλψη των τυφλών |
общ. | special leave for military service or other national service | ειδική άδεια για την εκπλήρωση στρατιωτικής ή ανάλογης πολιτικής θητείας |
хим., эл. | split service collar | στεφάνη σύνδεσης μολυβδοσωλήνων |
юр. | staff of the external departments of the prison service | προσωπικό εξωτερικών υπηρεσιών της σωφρονιστικής υπηρεσίας |
хим., эл. | standard service pressure | πίεση διανομής |
общ. | State Border Service | Κρατική Υπηρεσία Συνόρων |
юр. | State Legal Service | Νομικό Συμβούλιο του Κράτους |
энерг. | station service consumption | εσωτερική κατανάλωση σταθμού |
энерг. | station service consumption | ιδιοκατανάλωση |
энерг. | station service load | ισχύς φορτίου εσωτερικής κατανάλωσης |
юр., связь. | study and service contract | σύμβαση μελέτης και παροχής υπηρεσιών |
общ. | subscription data service | συνδρομητική υπηρεσία δεδομένων |
стр., городск.застр., трансп. | suburban service | προαστική υπηρεσία |
стр., городск.застр., трансп. | suburban service | προαστιακή υπηρεσία |
юр. | supplier of processing service | μεταποιητής |
городск.застр. | suppliers service installation | εγκατάσταση εφοδιασμού |
юр., связь. | target service | υπηρεσία-στόχος |
хим., эл. | tee for clearing service | ταύ υπηρεσίας |
общ. | temporary interruption of service at 60% remuneration | αναστολή εργασίας με καταβολή του 60% των αποδοχών |
общ. | to terminate the service of officials | αποχώρηση υπαλλήλων |
общ. | termination of service | oριστική λήξη των καθηκόντων |
общ. | termination of service | λήξη των καθηκόντων |
общ. | termination of service | αποδέσμευση |
общ. | termination-of-service arrangement | ρυθμίσεις περί τερματισμού της ενεργού υπηρεσίας |
общ. | the rules governing the service of the Registrar | η υπηρεσιακή κατάσταση του γραμματέα |
юр. | the service of a judicial document causes time to begin to run | με την επίδοση δικαστικού εγγράφου αρχίζουν να τρέχουν οι προθεσμίες |
патент. | time of rendering of the service | χρόνος παροχής της υπηρεσίας |
мед.-биол. | time service | διατήρηση του χρόνου |
мед. | time-consuming advisory service | ιατρική επίσκεψη μεγάλης διάρκειας |
мед.-биол. | topographic information service | τοπογραφική υπηρεσία |
обществ. | Translation Service | Μεταφραστική Υπηρεσία |
общ. | translation service | μεταφραστική υπηρεσία |
хобби. | travel service | ταξιδιωτική υπηρεσία |
бизн. | trusted service list | κατάλογος εμπίστευσης |
юр., ИТ. | unauthorised denial of service | ανεξουσιοδότητη άρνηση υπηρέτησης |
юр., ИТ. | unauthorized denial of service | ανεξουσιοδότητη άρνηση υπηρέτησης |
общ. | unemployed on termination of service | ευρισκόμενοι χωρίς εργασία μετά τη λήξη της υπηρεσίας τους |
юр., связь. | Universal Service Directive | οδηγία για την καθολική υπηρεσία |
стр., городск.застр., трансп. | urban service | υπηρεσία αστικού |
общ. | user oriented service | λειτoυργία πρoσαvατoλισμέvη στo ?ρήστη |
общ. | user service | υπηρεσία-αιτών |
обществ. | victim service | υπηρεσία προς τα θύματα |
обществ. | victim service | υπηρεσία παροχής βοήθειας προς τα θύματα |
общ. | videotex service provider | προμηθευτής υπηρεσίας μαγνητοσκοπιοκειμένου |
общ. | videotex service provider | προμηθευτής υπηρεσίας βιντεοκειμένου |
обществ. | voluntary service | εθελοντικές δραστηριότητες |
мед. | voluntary service activities | δραστηριότητες εθελοντικής παροχής υπηρεσιών |
обществ. | Voluntary Service Foundation | ΄Ιδρυμα Ολλανδών Εθελοντών |
общ. | voluntary termination of service | εθελουσία έξοδος από την υπηρεσία |
с/х. | warning service | υπηρεσία προειδοποιήσεως |
обществ. | welfare service for the blind | κοινωνική περίθαλψη των τυφλών |
стр. | White Paper on defending and promoting the public service | Λευκό Βιβλίο για την άμυνα και την προώθηση του δημοσίου λειτουργήματος |
энерг. | World Information Service on Energy | Παγκόσμιο σύστημα πληροφοριών για την ενέργεια |